καλογριά

καλογριά
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 252 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στην ακτή του Ιονίου πελάγους, 46 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαρισσού.
* * *
και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῑα)
η μοναχή, η γυναίκα που καλογερεύει σε μοναστήρι
νεοελλ.
φρ. «σχολή καλογραιών» ή απλώς «καλογριές» — σχολείο θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλογριά < καλογραία < καλ(ο)-* + γραία «γερόντισσα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλόγρια — καλόγρια, η και καλογριά, η μοναχή: Οι γονείς δε θέλουν να γίνουν τα κορίτσια τους καλογριές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογριίτσα — και καλογρίτσα, η 1. (υποκορ. τού καλογριά) 1. μικρή στην ηλικία ή κοντή στο ανάστημα καλογριά 2. (θωπευτικά) αγαθή μοναχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγρια + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. καρφ ίτσα, φανελ ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • καλογριοπούλα — και καλογροπούλα, ή μικρή σε ηλικία καλογριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογριά + πούλα (θηλ. κατάλ. με σημ. «κόρη, μικρή»), πρβλ. αρχοντο πούλα, βασιλο πούλα] …   Dictionary of Greek

  • ψευτοκαλόγρια — η, Ν γυναίκα που υποκρίνεται πως είναι καλόγρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + καλόγρια] …   Dictionary of Greek

  • Kalogria — ( el. Καλογριά) may refer to the following places:In Cyprus*Kallurga (Kalogria), in Northern CyprusIn Greece*Kalogria, Achaea, a beach village in Achaea *Kalogria, Chalkidiki, a village in the prefecture of Chalkidiki *Kalogria, Messenia, a… …   Wikipedia

  • Kalogria, Achaea — Kalogria ( el. Καλογριά) is a place in the municipality of Larissos in the western part of the prefecture of Achaia. It is located about 55 km WSW of the Rio Antirio bridge, 260 km W of Athens, about 4 km W of Araxos, 42 km W of Patras, 6 km N of …   Wikipedia

  • Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • ησυχαστής — ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω] 1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση 2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος μσν. 1. (και στον πληθ.) …   Dictionary of Greek

  • καλογερεύω — και καλογηρεύω (Μ καλογηρεύω) [καλόγερος] 1. είμαι ή γίνομαι καλόγερος ή καλόγρια, φέρω το μοναχικό σχήμα 2. ζω μοναχική ζωή ή μένω ανύπαντρος («ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”