καλόγρια — καλόγρια, η και καλογριά, η μοναχή: Οι γονείς δε θέλουν να γίνουν τα κορίτσια τους καλογριές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλογριίτσα — και καλογρίτσα, η 1. (υποκορ. τού καλογριά) 1. μικρή στην ηλικία ή κοντή στο ανάστημα καλογριά 2. (θωπευτικά) αγαθή μοναχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγρια + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. καρφ ίτσα, φανελ ίτσα)] … Dictionary of Greek
καλογριοπούλα — και καλογροπούλα, ή μικρή σε ηλικία καλογριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογριά + πούλα (θηλ. κατάλ. με σημ. «κόρη, μικρή»), πρβλ. αρχοντο πούλα, βασιλο πούλα] … Dictionary of Greek
ψευτοκαλόγρια — η, Ν γυναίκα που υποκρίνεται πως είναι καλόγρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + καλόγρια] … Dictionary of Greek
Kalogria — ( el. Καλογριά) may refer to the following places:In Cyprus*Kallurga (Kalogria), in Northern CyprusIn Greece*Kalogria, Achaea, a beach village in Achaea *Kalogria, Chalkidiki, a village in the prefecture of Chalkidiki *Kalogria, Messenia, a… … Wikipedia
Kalogria, Achaea — Kalogria ( el. Καλογριά) is a place in the municipality of Larissos in the western part of the prefecture of Achaia. It is located about 55 km WSW of the Rio Antirio bridge, 260 km W of Athens, about 4 km W of Araxos, 42 km W of Patras, 6 km N of … Wikipedia
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
ησυχαστής — ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω] 1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση 2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος μσν. 1. (και στον πληθ.) … Dictionary of Greek
καλογερεύω — και καλογηρεύω (Μ καλογηρεύω) [καλόγερος] 1. είμαι ή γίνομαι καλόγερος ή καλόγρια, φέρω το μοναχικό σχήμα 2. ζω μοναχική ζωή ή μένω ανύπαντρος («ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου») … Dictionary of Greek